Με μια πρώτη ανάγνωση του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή η αμφισβήτηση του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος από το εκλογικό σώμα και η περαιτέρω μείωση της επιρροής των συστημικών κομμάτων στην κοινωνία. Η αυξημένη ψήφος διαμαρτυρίας και η ψηλή αποχή, συνθέτουν ένα σκηνικό που πρέπει να προβληματίσει το πολιτικό σύστημα. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τα δεδομένα αυτά.
- Για τρίτη συνεχόμενη αναμέτρηση στις βουλευτικές εκλογές τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ παρουσίασαν σημαντική μείωση στα ποσοστά τους. Παράλληλα καταγράφεται σημαντική απώλεια σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Σημειώνεται συναφώς ότι στις βουλευτικές εκλογές του 2011 το άθροισμα των ποσοστών του ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ ήταν περίπου 67%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2016 ήταν περίπου 56,5% και για το 2021, 50%. Για διάφορους λόγους, περιλαμβανομένης και της φιλοσοφίας των δύο κομμάτων για το Κυπριακό, οι πολίτες αμφισβητούν τις παραδοσιακές τους επιλογές. Έτσι ο διπολισμός στη σημερινή συγκυρία φθίνει.
- Μπορεί να λεχθεί ότι η φθορά που υπέστη ο ΔΗΣΥ περιορίσθηκε. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό να αξιολογηθεί γιατί δεν υπήρξε μεγαλύτερη απώλεια λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τι έχει προηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι εξακολουθούν οι πολίτες να μην πιστεύουν ότι υπάρχει σήμερα πειστική εναλλακτική ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση.
- Το ΑΚΕΛ και το ΔΗΚΟ όχι μόνο δεν κεφαλαιοποίησαν τη φθορά του ΔΗΣΥ και της κυβέρνησης αλλά έχασαν σημαντικά ποσοστά από τη δύναμή τους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Ενώ υπάρχει απογοήτευση από τον ΔΗΣΥ και το κυβερνητικό έργο, το αφήγημα του ΑΚΕΛ και του ΔΗΚΟ δεν θεωρήθηκε πειστικό ως εναλλακτική επιλογή, τουλάχιστον σε αυτή τη χρονική συγκυρία. Το αποτέλεσμα συνιστά μομφή κατά των ηγεσιών των δύο κομμάτων οι οποίες ζήτησαν ισχυρή εντολή εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2023.
- Αναμφίβολα ο κατακερματισμός του ενδιάμεσου χώρου αποτελεί μείζον ζήτημα. Και ενώ είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις θεωρώ ότι είναι εφικτό να υπάρξουν συνεργασίες και λιγότεροι σχηματισμοί. Η διαιώνιση της υφιστάμενης κατάστασης δεν θα συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων που ταλανίζουν την κοινωνία. Ούτε και η διαφθορά θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά.
- Η άνοδος του ΕΛΑΜ στην τέταρτη θέση έστω και οριακά έναντι ενός ιστορικού κόμματος όπως η ΕΔΕΚ, προβληματίζει. Η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι αποτέλεσμα ενός σύνθετου φαινομένου. Εμπεριέχει το στοιχείο της έντονης διαμαρτυρίας αλλά και της πεποίθησης πολλών πολιτών για αποτυχία των συστημικών κομμάτων να τοποθετηθούν ικανοποιητικά σε θέματα που απασχολούν την κοινωνία.
- Η ψήφος διαμαρτυρίας, η οποία αποτυπώνεται γενικά από την εικόνα των αποτελεσμάτων είναι ένα σημαντικό μήνυμα. Αυτό σε συνδυασμό με το ποσοστό της αποχής (34,28%), το οποίο ήταν οριακά αυξημένο σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2016, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο εάν αναλογισθούμε επίσης ότι περίπου 80.000 ψηφοφόροι δεν είναι εγγεγραμμένοι. Εν ολίγοις το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του και να αναβαθμισθεί. Σε διαφορετική περίπτωση τα φαινόμενα αυτά θα ενταθούν.
- Ένα ποσοστό της τάξης του 14% υποστήριξαν κόμματα και σχηματισμούς που τελικά δεν θα εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εάν υπήρχε κάποια συνεργασία μεταξύ τους τα δεδομένα θα ήταν διαφορετικά. Όχι μόνο θα υπήρχε εκπροσώπηση στη νέα Βουλή αλλά και τα τρία μεγάλα κόμματα θα είχαν απώλειες και σε έδρες.
- Δεν μπορούμε επίσης να μην σημειώσουμε το αξιόλογο ποσοστό της ΔΗΠΑ (6,1%). Μπορεί ένα μέρος των ψηφοφόρων του νέου αυτού κόμματος να προέρχεται από το ΔΗΚΟ, αλλά πέραν τούτου η μετριοπάθεια των αξιωματούχων του και το μήνυμα για τη σημασία των συνεργασιών και των αναγκαίων συγκλίσεων είχε τη δική του σημασία. Παράλληλα πρέπει να αξιολογηθεί και η έστω μικρή μείωση του ποσοστού των Οικολόγων, καθώς με τα θέματα της διαφθοράς και της διαπλοκής στο προσκήνιο αναμενόταν να διεκδικήσει την τέταρτη θέση με ποσοστό το οποίο θα επέτρεπε την εξασφάλιση εδρών και από την τρίτη κατανομή.
Οι βουλευτικές εκλογές έχουν τελειώσει αλλά η Κύπρος παραμένει αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα. Το Κυπριακό, η οικονομία, η διαφθορά και η ανασυγκρότηση του κράτους είναι θέματα ζωτικής σημασίας. Αναμφίβολα θα απαιτηθούν ευρύτερες συναινέσεις και ένα διαφορετικό κλίμα από το πολιτικό σύστημα και κυρίως από το πολιτικό προσωπικό, το οποίο τελεί σε παρατεταμένη αμφισβήτηση.